цукор
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουκρανικά (uk) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
цукор (uk) αρσενικό
- η ζάχαρη