чёрный

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
ΔΦΑ : /ˈtɕornɨj/

Επίθετο[επεξεργασία]

чёрный (ru)

  1. μαύρο
  2. ακατέργαστο, τραχύ
  3. πίσω (σκάλες, είσοδο, κλπ.)
  4. (εργασία): ανειδίκευτη, χειρωνακτική
  5. (μέταλλο): ferrous

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

чёрный (ru) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]