Μετάβαση στο περιεχόμενο

шаблон

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
шаблон < γερμανική Schablone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

шаблон (bg) αρσενικό

  1. το πρότυπο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
шаблон < γερμανική Schablone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

шаблон (uk) αρσενικό

  1. το πρότυπο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
шаблон < γερμανική Schablone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

шаблон (ru) αρσενικό

  1. το πρότυπο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

шаблон < γερμανική Schablone

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

шаблон (sr) (λατινική γραφή: šablon) αρσενικό

  1. το πρότυπο