шилоклювка

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʂɨɫɐˈklʲufkə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

шилоклювка (ru) (šilokljúvka) θηλυκό