широкий
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
широкий (ru)
- ευρύς, πλατύς
- broad, extensive
- γενναιόδωρος
- широ́кая душа́ — ανεξάρτητο πνεύμα