шишка
Εμφάνιση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- шишка < ... απώτατη αρχή: (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *šišьka.[1] Συγγενή: σλοβακική šiška, πολωνική szyszka
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʂɨ.ʂkə/ ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ши‐шка
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]шишка (ru) (šíška) θηλυκό