јеловник
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
јеловник (sr) (λατινική γραφή: jelovnik) αρσενικό
- (στο εστιατόριο) ο κατάλογος, το μενού
јеловник (sr) (λατινική γραφή: jelovnik) αρσενικό