љубавник

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

љубавник (sr) (λατινική γραφή: ljubavnik) αρσενικό

  1. ο ερωτευμένος
  2. ο εραστής