људи

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

људи (sr) (λατινική γραφή: ljudi) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό