џак
Εμφάνιση
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- џак < ουγγρική zsák < μέση άνω γερμανική sac < λατινικά saccus < αρχαία ελληνική σάκκος
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]џак (sh) αρσενικό