אִי

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

אִי (he) (í) αρσενικό

  1. νησί
  2. τσακάλι

Μόριο[επεξεργασία]

אִי (he) (í)

  • μη (αρνητικό μόριο)

Πρόθημα[επεξεργασία]

אִי (he) (í)

  • Λειτουργεί ως στερητικό πρόθημα