אב
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραϊκά (he)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
אב
(he)
(av)
αρσενικό
πατέρας
Κατηγορίες
:
Εβραϊκή γλώσσα
Ουσιαστικά (εβραϊκά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
ᏣᎳᎩ
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
עברית
Hrvatski
Magyar
Ido
Italiano
日本語
ქართული
한국어
Lietuvių
Malagasy
Polski
Português
Русский
Gagana Samoa
Српски / srpski
Svenska
ไทย
Türkçe