אֹזֶן

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από אוזן)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

אֹזֶן (he) (ózen) θηλυκό