ביצה
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραϊκά (he)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ביצה
(he)
(beytsá)
θηλυκό
αβγό
(ζώων)
,
ωάριο
Κατηγορίες
:
Εβραϊκή γλώσσα
Ουσιαστικά (εβραϊκά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Čeština
Dansk
English
Español
Eesti
Suomi
Français
עברית
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lietuvių
Polski
Русский
Gagana Samoa
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Oʻzbekcha/ўзбекча
中文