נפלא
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
נפלא (he) (niflá) αρσενικό, θυλ. נִפְלָאָה, αρσ. πληθ. נִפְלָאִים, θυλ. πληθ. נִפְלָאוֹת
- θαυμάσιος, υπέροχος
- ανεξήγητος, απίστευτος (για θαύματα, κυρίως βιβλικά)