נרתיק

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

נרתיק (he)

  • θήκη, πορτοφόλι, κόλπος(γυναικολογία)