פּוץ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εβραϊκά (he)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

פּוץ (he)

  • γερμανοεβραϊκή λέξη פּוץ (putz) (ανεπίτρεπτα) το πέος (μη επιστημονική ορολογία, χυδαιολόγημα)