קניה

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

קניה (he) (kniyáh) θηλυκό

  • αγορά (πράξη αντίθετη της πώλησης