خرج
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αραβικά (ar)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
خرج (خَرْج) (ar) (kharj) αρσενικό
Απόγονοι[επεξεργασία]
خرج (kharj) (αραβικά)
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: خرج (harc, harç)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (νέα ελληνική) χαρτζιλίκι
- (οθωμανικά τουρκικά) خرجلق (harçlık)
- (τουρκικά) harçlık
Ρήμα[επεξεργασία]
خرج (خَرَجَ) (ar) (kharaja)
Ρήμα[επεξεργασία]
خرج (خَرَّجَ) (ar) (kharraja)
Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- خرج < (άμεσο δάνειο) αραβική خَرْج (kharj)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ τουρκικά: harç
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
خرج (tr) (harc, harç)
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ. 835 - Redhouse, James W. (1890) A Turkish and English Lexicon. (Τουρκικό [οθωμανικό] και αγγλικό λεξικό) Κωνσταντινούπολη: A. H. Boyajian. (ανατύπωση).