شفة
Εμφάνιση
Αραβικά (ar)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]شفة (شَفَة) (ar) (šafa) θηλυκό, πληθυντικός شِفَاه (šifāh)
- (ανατομία) το χείλος
- (μεταφορικά) το χείλος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- أَحْمَر شِفَاه (ʔaḥmar šifāh, κραγιόν)