عقاب
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περσικά (fa)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
عقاب < αραβική عُقَاب (ʿiqāb)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
عقاب (fa) (μεταγραφή: 'oqâb)
- ο αετός