Μετάβαση στο περιεχόμενο

عقاب

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

عقاب < αραβική عُقَاب (ʿiqāb)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

عقاب (fa) (μεταγραφή: 'oqâb)