Μετάβαση στο περιεχόμενο

فرس

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
فرس < ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

فرس (ar) αρσενικό ή θηλυκό