كيمياء
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αραβικά (ar)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- كيمياء < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική χυμεία (< αρχαία ελληνική χύμα < χέω), συμφυρμός των εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: χημεία > αλχημεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
كيمياء (ar) (kiimiyaa’) θηλυκό