Μετάβαση στο περιεχόμενο

ᐃᓄᐃᑦ

Από Βικιλεξικό

Ινουκτιτούτ (iu)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ᐃᓄᐃᑦ (iu) (πληθυντικός του ᐃᓄᒃ - ινούκ - άνθρωπος)

  1. άνθρωποι
  2. το έθνος των Ινουίτ