ἀάατος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀάατος | τὸ ἀάατον | οἱ, αἱ ἀάατοι | τὰ ἀάατα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀαάτου | τοῦ ἀαάτου | τῶν ἀαάτων | τῶν ἀαάτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀαάτῳ | τῷ ἀαάτῳ | τοῖς, ταῖς ἀαάτοις | τοῖς ἀαάτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀάατον | τὸ ἀάατον | τοὺς, τὰς ἀαάτους | τὰ ἀάατα |
Κλητική | ἀάατε | ἀάατον | ἀάατοι | ἀάατα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀαάτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀαάτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀάατος, -ος, -ον [ ᾰᾱᾰ- ], αλλά [ ᾰᾱᾱ- ] στην Ιλιάδα (Il.14.271)
- ακατανίκητος, που δεν μπορεί να τον βλάψει κανείς, επικίνδυνος