Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀβάκ

Από Βικιλεξικό
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό.


Δείτε επίσης: ἄβαξ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβάκ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή ?

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀβάκ αρσενικό άκλιτο (ελληνιστική κοινή)

  1. (φυτό) λεπτό λινάρι με υποκίτρινο χρώμα
  2. (συνεκδοχικά: ύφασμα) είδος λεπτού υφάσματος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]