ἀβέβαιος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀβέβαιος | τὸ ἀβέβαιον | οἱ, αἱ ἀβέβαιοι | τὰ ἀβέβαια |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀβεβαίου | τοῦ ἀβεβαίου | τῶν ἀβεβαίων | τῶν ἀβεβαίων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀβεβαίῳ | τῷ ἀβεβαίῳ | τοῖς, ταῖς ἀβεβαίοις | τοῖς ἀβεβαίοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀβέβαιον | τὸ ἀβέβαιον | τοὺς, τὰς ἀβεβαίους | τὰ ἀβέβαια |
Κλητική | ἀβέβαιε | ἀβέβαιον | ἀβέβαιοι | ἀβέβαια |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀβεβαίω | |||
Γενική-Δοτική | ἀβεβαίοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀβέβαιος, ος, ον
- άστατος, κυμαινόμενος,
- αναξιόπιστος
- (ιατρική) φάρμακα χωρίς αποτελεσματικότητα
[επεξεργασία]
- το ἀβέβαιον : η αβεβαιότητα
- ἀβεβαίως επίρρημα