ἀβακής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀβακής < ἀ- στερητικό και βάζω (αρχ) (=ομιλώ)
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀβακής, -ής, -ές
- που δεν έχει φωνή, ο παιδαριώδης