ἀβδηριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀβδηριτικός < Ἀβδηρίτης
Επίθετο[επεξεργασία]
- ἀβδηριτικός, -ή, -όν
- ο, η , το αναφερόμενο σε Αβδηρίτη, ή σε συμπεριφορά του
- (μεταφορικά) ανόητος, ματαιόδοξος, αυτός που έχει συμπεριφορά όμοια με εκείνη των Αβδηριτών
Παράγωγα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Στον αρχαίο κόσμο οι Αβδηρίτες χαρακτηρίζονταν γενικά και κυρίως από τους Αθηναίους, για την ακρισία τους και ματαιοδοξία τους, εξ ου και ο παραπάνω επιθετικός προσδιορισμός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αβδηρίτης στη Βικιπαίδεια