Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀβλαβῶς

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: αβλαβώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβλαβῶς < ἀβλεβ(ής) + -ῶς < ἀ- (στερητικό) + βλάπτω

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀβλαβῶς

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]