ἀβλαστέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβλαστέω < παρασύνθετο του ἄβλαστος
ἀβλαστέω και σε συναίρεση ἀβλαστῶ
  • παραμένω χωρίς βλαστούς, άγονος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
* οὐ βλαστάνω

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
* βλαστάνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]
* ἀβλάστημα
* ἐπαβλαστῶ
* συναβλαστῶ

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Το ρήμα ἀβλαστέω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα και συναιρείται μετά την αποβολή του j, (Ξενοφών "Κύρου ανάβαση" 2, 6, 4)