ἀβλαστέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀβλαστέω < παρασύνθετο του ἄβλαστος
Ρήμα
[επεξεργασία]- ἀβλαστέω και σε συναίρεση ἀβλαστῶ
- παραμένω χωρίς βλαστούς, άγονος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- * βλαστάνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- * ἀβλάστημα
- * ἐπαβλαστῶ
- * συναβλαστῶ
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Το ρήμα ἀβλαστέω -ῶ παρουσιάζεται ελλιπές, απαντάται μόνο στον ενεστώτα και συναιρείται μετά την αποβολή του j, (Ξενοφών "Κύρου ανάβαση" 2, 6, 4)