Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀβοκᾶτος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Αβοκάτος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀβοκᾶτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική avvocato (δικηγόρος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀβοκᾶτος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • ἀββοκάτοι (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 ἀββοκᾶτος - ἀβοκᾶτος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός». Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης» (αναζήτηση, βραχυγραφίες)