ἀβουλησία
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀβουλησία | ἀβουλησία | ἀβουλησίαι |
Γενική | ἀβουλησίας | ἀβουλησίαιν | ἀβουλησιῶν |
Δοτική | ἀβουλησίᾳ | ἀβουλησίαιν | ἀβουλησίαις |
Αιτιατική | ἀβουλησίαν | ἀβουλησία | ἀβουλησίας |
Κλητική | ἀβουλησία | ἀβουλησία | ἀβουλησίαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀβουλησία θηλυκό
- έλλειψη βούλησης
- Τὰ γὰρ ἐκ φύσεως προϊόντα, οὔτε βούλησιν, οὔτε ἀβουλησίαν ἐπιδέχεται. (Κύριλλος Αλεξανδρείας, Περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, 75.9[1]