ἀβόητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀβόητος | τὸ ἀβόητον | οἱ, αἱ ἀβόητοι | τὰ ἀβόητα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀβοήτου | τοῦ ἀβοήτου | τῶν ἀβοήτων | τῶν ἀβοήτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀβοήτῳ | τῷ ἀβοήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀβοήτοις | τοῖς ἀβοήτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀβόητον | τὸ ἀβόητον | τοὺς, τὰς ἀβοήτους | τὰ ἀβόητα |
Κλητική | ἀβόητε | ἀβόητον | ἀβόητοι | ἀβόητα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀβοήτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀβοήτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀβόητος, -ος, ον
- ο χωρίς βοή
- αυτός που μιλά σιγανά
- σιωπηρή ενέργεια
- αυτός που δεν θρηνήθηκε στο θάνατό του, αθρήνητος, άκλαυτος