ἀβόητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀβόητος τὸ ἀβόητον οἱ, αἱ ἀβόητοι τὰ ἀβόητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀβοήτου τοῦ ἀβοήτου τῶν ἀβοήτων τῶν ἀβοήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀβοήτῳ τῷ ἀβοήτῳ τοῖς, ταῖς ἀβοήτοις τοῖς ἀβοήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀβόητον τὸ ἀβόητον τοὺς, τὰς ἀβοήτους τὰ ἀβόητα
Κλητική ἀβόητε ἀβόητον ἀβόητοι ἀβόητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀβοήτω
Γενική-Δοτική ἀβοήτοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβόητος < α- (στερητικό) + βοάω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀβόητος, -ος, ον

  1. ο χωρίς βοή
  2. αυτός που μιλά σιγανά
  3. σιωπηρή ενέργεια
  4. αυτός που δεν θρηνήθηκε στο θάνατό του, αθρήνητος, άκλαυτος

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. ἀβοητί