ἀγάστονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγάστονος < ἄγαν + στένω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγάστονος, -ος, -ον
  1. αυτός που στενάζει βαθιά
  2. ο βαρύστονος
  3. ο πάταγος των κυμάτων