ἀγένειος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀγένειος -ος, -ον
- χωρίς γένια· αγένειος
- (μεταφορικά) παιδαριώδης
- παιδί που ήταν κάτω από την ηλικία που επέτρεπε να λάβει μέρος σε αγώνες (ανάλογο με το «αμούστακο» παιδί, στη σημερινή γλώσσα)
Πηγές
[επεξεργασία]- τόμ. Α΄, σ. 16 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών