ἀγήνωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀγήνωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀγήνωρ οἱ/αἱ ἀγήνορες
      γενική τοῦ/τῆς ἀγήνορος τῶν ἀγηνόρων
      δοτική τῷ/τῇ ἀγήνορ τοῖς/ταῖς ἀγήνορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγήνορ τοὺς/τὰς ἀγήνορᾰς
     κλητική ! ἀγῆνορ ἀγήνορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγήνορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγηνόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγήνωρ < (ἅγη) ἀγ- + -ήνωρ (ἀνήρ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγήνωρ αρσενικό (& θηλυκό χρειάζεται παράθεμα)

  1. ανδρείος, ηρωικός
  2. (για ζώα ή πράγματα) μεγαλοπρεπής, εξαιρετικός, επιβλητικός
  3. (με αρνητική σημασία)
    1. ισχυρογνώμων, πείσμων, ξεροκέφαλος
    2. υπεροπτικός, αλαζόνας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]