ἀγαθοποιέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγαθοποιέω < παρασύνθετο του ἀγαθοποιός < ἀγαθός + ποιέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀγαθοποιέω και μετά συναίρεση ἀγαθοποιῶ
  1. κάνω το καλό, αγαθή πράξη σε κάποιον,
  2. τυγχάνω αγαθοεργός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα ἀγαθοποιέω - ἀγαθοποιῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και τον μέλλοντα και πολύ σπάνια στον αόριστο στον τύπο ἀγαθοποίησα, αναφέρεται από τον Θουκυδίδη (6, 18)