Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀγαλλίασις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγαλλίασῐς αἱ ἀγαλλιάσεις
      γενική τῆς ἀγαλλιάσεως τῶν ἀγαλλιάσεων
      δοτική τῇ ἀγαλλιάσει ταῖς ἀγαλλιάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀγαλλίασῐν τὰς ἀγαλλιάσεις
     κλητική ! ἀγαλλίασῐ ἀγαλλιάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγαλλιάσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀγαλλιασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγαλλίασις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀγαλλίασις θηλυκό