ἀγαλλιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγαλλιασμός < από τον αόριστο του ἀγαλλιάζω και ἀγαλλιῶ < (ελληνιστική κοινή) ἀγαλλιάω < αρχαία ελληνικήἀγάλλομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγαλλιασμός αρσενικό (& ἀγαλλίασμα & ἀγαλλίασις)