ἀγαλλιῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀγαλλιῶ
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του ἀγαλλιάω
- ※ χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε (Καινή Διαθήκη, Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ε', 12)