ἀγαλματίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀγαλματίδιον | τὰ | ἀγαλματίδια | ||||
γενική | τοῦ | ἀγαλματιδίου | τῶν | ἀγαλματιδίων | ||||
δοτική | τῷ | ἀγαλματιδίῳ | τοῖς | ἀγαλματιδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀγαλματίδιον | τὰ | ἀγαλματίδια | ||||
κλητική ὦ! | ἀγαλματίδιον | ἀγαλματίδια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγαλματίδιον ελληνιστική κοινή ἀγαλμάτ(ιον), υποκοριστικό του ἄγαλμα (αρχαία ελληνική) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγαλματίδιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) αγαλματίδιο, υποκοριστικό του άγαλμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Παραγωγή λέξεων από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίδιον (καθαρεύουσα)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)