ἀγασθενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- ἀγασθενής, -ης, -ες
- αυτός που έχει μεγάλο σθένος
- ο πολύ ισχυρός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Ἀγασθένης (κύριο όνομα)