ἀγγείλαιμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ἀγγείλαιμι
- α΄ πρόσωπο ενικού στην ευκτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀγγέλλω
- → δείτε τη λέξη ἀγγέλλω
ἀγγείλαιμι