ἀγείρασθαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρόνοι Απαρέμφατο μετοχή
Ενεργ. Ενεστώτας

Μέσος Ενεστώτας

ἀγείρειν

ἀγείρεσθαι

ἀγείρων -σα -ον

ἀγειρόμενος -μένη -όμενον

Ενεργ. Μέλλοντας

Μέσος Μέλλοντας

ἀγερεῖν

ἀγερεῖσθαι

ἀγερῶν -οῦσα-ἀγεροῦν

ἀγερούμενος -μένη-μενον

Ενεργ. Αόριστος

Μέσος - Παθ. Αόριστος

ἀγεῖραι

ἀγείρασθαι / ἀγερθῆναι

ἀγείρας -ασα -ἀγεῖραν

ἀγειράμενος -η, -ον/ ἀγερθείς,-α, -εν

Ενεργ. Παρακείμενος

Μέσος Παρακείμενος

ἀγηγερκέναι

ἀγηγέρθαι

ἀγηγερκώς -υῖα -κος

ἀγηγερμένος -μένη-μένον

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἀγείρασθαι

→ δείτε τη λέξη  ἀγείρω