Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀγελάς

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀγέλας, Ἀγελᾶς, Ἀγέλας
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγελάς αἱ ἀγελάδες
      γενική τῆς ἀγελάδος τῶν ἀγελάδων
      δοτική τῇ ἀγελάδ ταῖς ἀγελάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀγελάδ τὰς ἀγελάδᾰς
     κλητική ! ἀγελάς ἀγελάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγελάδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγελάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγελάς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀγέλη < ἄγω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀγελάς θηλυκό

  • (ελληνιστική κοινή) που ανήκει σε αγέλη, το ζώο (συνήθως μεγάλο βόδι) που είναι μέλος ενός κοπαδιού ζώων
      Σχόλιο για το «φορβάδος ἀμφὶ βοός» στον στίχο 89 για: Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.88β - Apollonii Rhodii Argonautica, August Wessaurer, επιμ., Sumptibus et typis B. G. Teubneri, 1828, τόμοι 2, σελ.77@books.google Sch.A.R.2.88b
    V.89. Φορβάδος ἀμφὶ βοός. Ὑπὲρ (ἀγελάδος καὶ) νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός. Ἵνα τὸ τῆς κατανομῆς ὄνομα πλέον καὶ μεῖζον τῇ βοῒ δοίη τὸ σῶμα καὶ τὸ κάλλος. [Περὶ γὰρ εὐπρεπεστέρας βοός, τοιαύτη δὲ ἡ εὔτροφος, εἰκὸς αὐτοὺς μᾶλλον μάχεσθαι.]