ἀγελαῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αγελαίος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀγελαῖος ἀγελαί τὸ ἀγελαῖον
      γενική τοῦ ἀγελαίου τῆς ἀγελαίᾱς τοῦ ἀγελαίου
      δοτική τῷ ἀγελαί τῇ ἀγελαί τῷ ἀγελαί
    αιτιατική τὸν ἀγελαῖον τὴν ἀγελαίᾱν τὸ ἀγελαῖον
     κλητική ! ἀγελαῖε ἀγελαί ἀγελαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγελαῖοι αἱ ἀγελαῖαι τὰ ἀγελαῖ
      γενική τῶν ἀγελαίων τῶν ἀγελαίων τῶν ἀγελαίων
      δοτική τοῖς ἀγελαίοις ταῖς ἀγελαίαις τοῖς ἀγελαίοις
    αιτιατική τοὺς ἀγελαίους τὰς ἀγελαίᾱς τὰ ἀγελαῖ
     κλητική ! ἀγελαῖοι ἀγελαῖαι ἀγελαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγελαίω τὼ ἀγελαί τὼ ἀγελαίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγελαίοιν τοῖν ἀγελαίαιν τοῖν ἀγελαίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγελαῖος < ἀγελάς + -αῖος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγελαῖος -α, -ον

  1. που αναφέρεται στην αγέλη, που ανήκει σε αγέλη, που ζει σε αγέλη, σε κοπάδι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 410 (410-414)
    ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας, | ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, | πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι· οὐδ᾽ ἔτι σηκοὶ | ἴσχουσ᾽, ἀλλ᾽ ἁδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι | μητέρας·
    Πώς τα μικρά δαμάλια στους αγρούς περικυκλώνουν τις γελάδες, | όταν αυτές κοπάδι φτάνουν, απ᾽ τη βοσκή τους χορτασμένες, πίσω στον στάβλο, | κι εκείνα γύρω τους όλα χοροπηδούν· δεν τα χωρούν | οι μάντρες πια, με δυνατά μουκανητά πώς τριγυρίζουν | τις μανάδες τους·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 93.1
    Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν μὲν τοῖσι ποταμοῖσι οὐ μάλα γίνονται, τρεφόμενοι δὲ ἐν τῇσι λίμνῃσι τοιάδε ποιεῦσι.
    Ψάρια ωστόσο που ζουν σε κοπάδια, δεν γεννιούνται πολλά στους ποταμούς· ζουν όμως στις λίμνες και κάνουν τα εξής:
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1.1253a @poesialatina.it
    διότι δὲ πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος ζῷον πάσης μελίττης καὶ παντὸς ἀγελαίου ζῴου μᾶλλον, δῆλον.
    Είναι φανερό γιατί ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικό πιο πολύ από κάθε μέλισσα και κάθε ζώο, που ζει σε αγέλη.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
  2. κοινός, συνηθισμένος
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 18
    Ἀπαντήσαντες γάρ τινές μοι τῶν ἐπιτηδείων ἔλεγον ὡς ἐν τῷ Λυκείῳ συγκαθεζόμενοι τρεῖς ἢ τέτταρες τῶν ἀγελαίων σοφιστῶν καὶ πάντα φασκόντων εἰδέναι καὶ ταχέως πανταχοῦ γιγνομένων διαλέγοιντο περί τε τῶν ἄλλων ποιητῶν καὶ τῆς Ἡσιόδου καὶ τῆς Ὁμήρου ποιήσεως
    Με συνάντησαν κάποιοι φίλοι μου και μου ανέφεραν ότι τρεις ή τέσσερις σοφιστές της πεντάρας, από αυτούς που ισχυρίζονται ότι τα ξέρουν όλα και είναι πανταχού παρόντες, κάθονταν μαζί στο Λύκειο και συζητούσαν γενικά για τους ποιητές, και συγκεκριμένα για την ποίηση του Ησιόδου και του Ομήρου,
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  329/328 πκε, Επιγραφή από την Ελευσίνα Αττικής, IG II² 1672. στ. 271 (271-272), @epigraphy.packhum.org
    κεραμίδε̣ς ἀγελαῖαι προσειωνήθησαν ἐπὶ τὸν θ̣η̣σα-
    υρ̣ὸ̣[ν παρὰ] Μοιρο̣κλείους̣
  3. (το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσιαστικό) (ἀγελαῖα) τα ζώα που ζουν κατά αγέλες

Πηγές[επεξεργασία]