ἀγεωμέτρητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγεωμέτρητος < α στερητικό και γεωμετρέω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγεωμέτρητος, ος, ον

  • που αγνοεί τη γεωμετρία, ίσως με τη στενή έννοια, της επιστήμης, αλλά πιθανόν και με την ευρύτερη, του μέτρου ή της σωφροσύνης (από τη φράση «Μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μοι τῇ θύρᾳ», απαγορεύεται η είσοδος σε αγεωμέτρητους, στο υπέρθυρο της εισόδου της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Κατά μια εκδοχή ο Πλάτωνας το αντέγραψε με καλή πρόθεση, όταν το είδε στην εξώθυρα της σχολής του Πυθαγόρα)


Συγγενικά[επεξεργασία]