ἀγλιθάριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ἀγλιθάριον < υποκοριστικό του ἄγλις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγλιθάριον ουδέτερο
- (υποκοριστικό) το μικρό σκόρδο, ίσως η σκελίδα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀγλιθάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.