ἀγνοηθησόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγνοηθησόμενος < ἀγνοῶ

Μετοχή[επεξεργασία]

ἀγνοηθησόμενος αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  ἀγνοῶ